- σβηστήρι
- το, Νβλ. σβηστήρας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γόμα — και γκόμα, η 1. κόμμι 2. κόλλα, κολλητική ουσία 3. γομολάστιχα, σβηστήρι 4. κομμίωση, ασθένεια τών εσπεριδοειδών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο από ιταλ. gomma < λατ. gummi < (αρχ. ελλ.) κόμμι*] … Dictionary of Greek
λάστιχο — Βλ. λ. ελαστικό· κόμμεα ή γόμες. * * * το 1. το ελαστικό κόμμι σε οποιαδήποτε κατάσταση 2. το από καουτσούκ περίζωμα ή επίσωτρο τροχών και ιδίως τών αυτοκινήτων, αλλ. ελαστικό 3. διχάλα με ταινία από ελαστικό με την οποία εκσφενδονίζονται λίθοι 4 … Dictionary of Greek
σβεστήρας — ο / σβεστήρ, ῆρος, ΝΑ, και εσφ. τ. σβυστήρας νεοελλ. 1. πυροσβεστήρας 2. σβηστήρι, γομολάστιχα αρχ. (για πρόσ.) αυτός που σβήνει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σβεσ τού αορ. ἔσβεσ(σ)α τού σβέννυμι* + επίθημα τήρ (πρβλ. καυσ τήρ)] … Dictionary of Greek
σβηστήρας — ο, και σβηστήρα και σβήστρα, η, και σβηστήρι, το, Ν η γομολάστιχα· [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σβησ τού αορ. έσβησα τού σβήνω με επιθήματα τήρας / τήρι(ον) / τρα αντίστοιχα (πρβλ. καυσ τήρας, σουρω τήρι, κρεμάσ τρα)] … Dictionary of Greek
σβηστήρα — σβηστήρα, η και σβηστήρι, το γομολάστιχα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)